- χείματος
- χεί̱ματος , χεῖμαwinter weatherneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χειμώνας — ο / χειμών, ῶνος, ΝΜΑ 1. (αστρον. μετεωρ.) η ψυχρότερη εποχή τού έτους, η οποία ακολουθεί την εποχή τού φθινοπώρου και προηγείται τής εποχής τής άνοιξης 2. (κατ επέκτ.) πολύ ψυχρός, θυελλώδης καιρός, βαρυχειμωνιά 3. μτφ. τα γηρατειά αρχ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
PLUMARIA Ars — Veterib. celebrata, Iac. Cuiacio, Bulengero, aliis, censetur sic vocata, co quod Artifices istiusmodi primitus vestimenta ex avium conficerent plumis. Prudentius, Hamartig. v. 294. Hunc videas lascivas praepete cursu Venantem tunicas, avium… … Hofmann J. Lexicon universale
SATIO — I. SATIO Macedoniae oppidum circa Lychnidem paludem. Polyb. l. 5. II. SATIO circa Vergiliarum occasum fiebat, in Graecia fere omni et Asia, Plinio l. 18. c. 7. Aestiva, quae aestate ante Vergiliarum exortum seruntur, ut milium, panicum, sesama,… … Hofmann J. Lexicon universale
χειματικός — ή, όν, ΜΑ [χεῑμα, χείματος] μτγν. τ. τού χειμέριος … Dictionary of Greek
ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… … Dictionary of Greek